- μαρμαροκονίαση
- ηασθένεια τών πνευμόνων που προκαλείται από εισπνοή μαρμαρόσκονης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + κονίαση (< κονιῶ < κόνις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαρμαροκονίαση — η (ιατρ.), αρρώστια των πνευμόνων από την εισπνοή της μαρμαρόσκονης: Ο γλύπτης προσβλήθηκε από μαρμαροκονίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… … Dictionary of Greek